- γηροκομώ
- και γεροκομώ (-άω) (AM γηροκομῶ, -έω) [γηροκόμος]φροντίζω γέροντες και κυρίως τους γονείς μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γηροκομώ — γηροκομώ, γηροκόμησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. γηροκομάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γηροκομώ — γηροκόμησα, φροντίζω γέρο: Μεταβίβασε την περιουσία του στον ανιψιό του, με αντάλλαγμα εκείνος να τον γηροκομήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γηροκομῶ — γηροκομέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) γηροκομέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκόμῳ — γηρόκομος tending old age masc/fem/neut dat sg γηροκόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγηροκόμητος — και αγεροκόμητος, η, ο (Μ ἀγηροκόμητος, ον) [γηροκομῶ] αυτός που δεν τόν περιποιούνται ή δεν τόν περιποιήθηκαν με στοργή στα γηρατειά του … Dictionary of Greek
γεροκομώ — και γεροκομάω βλ. γηροκομώ … Dictionary of Greek
γηροκομείο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 98 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοζάνης. * * * και γεροκομείο και γηροκομείο και γεροκομειό, το (Μ γηροκομεῑον και γηροκομειόν) οίκημα όπου διαμένουν και περιθάλπονται γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
γηροτροφώ — ( έω) (AM γηροτροφῶ) [γηροτρόφος] γηροκομώ … Dictionary of Greek
γηρωκομώ — ( έω) (Α) βλ. γηροκομώ … Dictionary of Greek
γεροκομώ — → δες γηροκομώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής